- εμβλαστάνω
- (AM ἐμβλαστάνω)(για παρασιτικά φυτά) ριζοβολώ και αυξάνομαι παρασιτικά μέσα ή πάνω σε άλλο φυτό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παρεμβλαστάνω — Α [εμβλαστάνώ] 1. βλασταίνω κοντά 2. προσαυξάνω … Dictionary of Greek